Σελίδες

Τρίτη, Ιουλίου 10

Ο ιππότης και η κόρη


Ο Σκοτεινός Ιππότης πετούσε με μανία τα κομμάτια της πανοπλίας από πάνω του, μέχρι να κατέβει στο σταθμό του μετρό. Κάθε κομμάτι που κατάφερνε να χαλαρώσει έβρισκε το δρόμο του συνήθως στο κεφάλι ή, στην καλύτερη περίπτωση, στα πλευρά κάποιου τυχαίου περαστικού.

Το πρώτο πράγμα που ξεφορτώθηκε ήταν η ασπίδα του, την οποία εύκολα μπέρδεψαν οι περισσότεροι στη Βασιλίσσης Σοφίας για ένα χαλαρωμένο τάσι που κυλούσε στην άκρη του δρόμου. Κεφαλαία και επιγονατίδες εκσφεντονίστηκαν σε δέντρα και κολώνες, κάνοντας συχνά γκελ και καταλήγοντας με θόρυβο σε ό,τι απέμεναν να είναι σπασμένα μπαρμπρίζ μπροστά στα μάτια έκπληκτων οδηγών. Ήταν συνηθισμένοι σε πέτρες, καφέδες, ίσως και σε κανέναν κουβά με σαπουνόνερα, ναι, αλλά οι μεσαιωνικές περικεφαλαίες έπεφταν παράξενα, ακόμα και στα αθηναϊκά κεφάλια.

Ο ιππότης δε θα μπορούσε να αδιαφορήσει λιγότερο. Ευτυχώς, ελάχιστοι του έδωσαν σημασία όταν προσπάθησε να δέσει το άλογό του κοντά σ’ ένα σιντριβάνι. Το άλογο υπάκουσε χωρίς να ζητήσει χάδια πριν τον αποχωρισμό. Προτιμούσε τη μοναξιά από την παρέα του αφέντη του. Τον τελευταίο καιρό δεν ήταν ο ίδιος. Γι’ αυτό και είχε μπει στη μεγαλούπολη. Εδώ υπήρχε η λύση στο πρόβλημα που στριφογυρνούσε στο μυαλό του. Ωστόσο, εδώ, η αστραφτερή πανοπλία δε γυάλιζε το ίδιο. Ειδικά το βράδυ, το νέφος θάμπωνε ακόμα και το καλοκαιρινό φως.

Ο Ιππότης ήταν απορροφημένος στις δικές του σκέψεις. Οι ήχοι των αυτοκινήτων δεν τον ξένιζαν. Βεβαιώθηκε ότι ο σύντροφός του είχε το νερό και την τροφή που χρειαζόταν και κατηφόρισε στον κεντρικό δρόμο. Το ξίφος τον βάραινε, αλλά είχε μάθει να το κρατάει μέχρι το τέλος. Δεν είχαν καταφέρει να του κλέψουν από το χέρι, καμιά από τις φορές που είχε πεθάνει. Από πισώπλατα μαχαιρώματα στη βασιλική αυλή έως μάχες που διαρκούσαν περισσότερο από ένα ταξίδι του ήλιου και από γυναικεία δηλητήρια έως τις αγωνιστικές επιδείξεις για την τέρψη ευγενών επισκεπτών, ο ιππότης είχε γνωρίσει το θάνατο απ’ την ανάποδη. Ποτέ του δεν του στέρησε κάποιον που υπέφερε. Πάντα τον παρακολουθούσε να παίρνει μακριά αυτούς που αγαπούσε περισσότερο, αυτούς που έδιναν νόημα στη ζωή του. Τόσες ζωές, τόσα χρόνια χαμένα.

Με τέτοιες σκέψεις δεν κατάλαβε για πότε έφτασε στο σταθμό. Διάλεξε τις τσιμεντένιες σκάλες – δεν τα πήγαινε καλά με τις κυλιόμενες. Είχε συνηθίσει τις ξύλινες του πύργου του, αυτές που έτριζαν όποτε τις κατέβαινε τρέχοντας να προλάβει τους εχθρούς έξω από την πύλη ή να καλωσορίσει αγαπημένους φίλους, φίλους που δε θα ξανάβλεπε ποτέ από κοντά.

Του είχαν εξηγήσει τι έπρεπε να κάνει, αλλά χρειάστηκε βοήθεια για να τα καταφέρει. Προσποιήθηκε πως δεν ήξερε τη γλώσσα, αλλά καταλάβαινε τα κορίτσια που έπαιζαν τα αυτόματα μηχανήματα εισιτηρίων στα δάχτυλα να σχολιάζουν τον παλιομοδίτικο μανδύα του. Αν ήξεραν μόνο… Τις φαντάστηκε να ουρλιάζουν στη θέα του ξίφους που έκρυβε προσεκτικά και χαμογέλασε. Του χαμογέλασαν κι εκείνες, δίνοντάς του τα εισιτήρια με τα ρέστα. Έγνεψε ευγενικά (θυμήθηκε να μην υποκλιθεί) και συνέχισε στην επόμενη σκάλα. Δε χρειάστηκε να περιμένει για το συρμό.

Μετά βίας χώρεσε στην πόρτα. Οι μπότες του γλιστρούσαν ελαφρά στο πάτωμα και χρειάστηκε να πιαστεί από κάτι που έλαμπε όσο η πανοπλία του, αλλά που φαινόταν να λυγίζει περισσότερο εύκολα. Άνοιξε το μπροστινό του παράθυρο. Θα σταματούσε εκεί που θα αναγνώριζε τη μυρωδιά. Νυχτολούλουδο.

Δύο στάσεις παρακάτω ανακάλυψε ότι μέρος του μανδύα του είχε μείνει έξω από την πόρτα. Δεν τον ένοιαξε. Κατέβηκε και περίμενε να αραιώσουν οι υπόλοιποι επιβάτες. Όταν δεν κοίταζε κανείς, πήδησε πάνω από το διαχωριστικό της σήραγγας. Περπάτησε στο ειδικό χώρο που είχαν αφήσει για τους εργάτες μέχρι την πρώτη διασταύρωση. Οι Αθηναίοι δε χρησιμοποιούν όλη την πόλη, αφήνοντας τα υπόγεια στα πνεύματα και τα ρετιρέ στους δαίμονες. Η κόρη που είχε τη λύση στο πρόβλημά του, η κόρη που έψαχνε ζούσε μόνο ανάμεσα στις ρίζες ενός νυχτολούλουδου που φύτρωνε κάπου εκεί, στο σκοτάδι. Βρήκε το δρόμο του ψηλαφώντας το τσιμέντο, μαντεύοντας με τη μύτη του την κάθε στροφή.

Ήταν όπως του είχαν πει. Ψηλή και αδύνατη, με το λευκό της πρόσωπο να προβάλλει ανάμεσα στα μαύρα της μαλλιά, σχεδόν αέρινη στο λευκό της φόρεμα. Έμοιαζε μόνο αυτή να φωτίζει το χώρο γύρω της. Την πρωτοαντίκρισε σκυμμένη στην πηγή που έτρεφε τις ρίζες. Το νερό έμοιαζε θολό, αλλά εκείνη δεν πήρε τα μάτια της από την επιφάνειά του. «Άντεξες περισσότερο από τους άλλους,» ψιθύρισε, στέλνοντας πυγολαμπίδες να φέρουν τις λέξεις της στ’ αυτιά του.

«Κάνε ό,τι έχεις να κάνεις,» είπε εκείνος, αφήνοντας τη φωνή του να γεμίζει τις σήραγγες, στέλνοντας ανατριχίλες στους περισσότερο ευαίσθητους επιβάτες των τελευταίων δρομολογίων. Τους χώριζαν μόνο λίγα βήματα. Έβγαλε την κουκούλα του και γονάτισε δίπλα της, με τα χέρια του ν’ ακουμπούν το ξίφος που κάρφωσε για στήριγμα και ασπίδα μεταξύ τους.

«Τώρα όλα θ’ αλλάξουν» του είπε, γυρίζοντας να τον κοιτάξει για πρώτη φορά. Μπροστά στον τελευταίο του είδους του, η κόρη άφησε ένα δάκρυ να γλυκάνει το χώμα που ακουμπούσε.

Εκεί που έπεσε το δάκρυ άφησε ένα μικροσκοπικό ξύλινο κουτί. Ο Ιππότης την ευχαρίστησε και έκλεισε τα μάτια του χωρίς να προσευχηθεί. Η ψυχή του, υπάκουη, τον ζέστανε μια τελευταία φορά πριν γεμίσει το κουτί.

Το κορίτσι το έκλεισε προσεκτικά και ακούμπησε τα χέρια της στα δικά του. «Αυτό δεν το χρειάζεσαι πλέον,» του χαμογέλασε, κρατώντας το βαρύ ξίφος στα δάχτυλά της σαν πανάλαφρο παιχνίδι. «Τώρα, είσαι έτοιμος για τον κόσμο.»


ΥΓ. Ευχαριστώ την Αταλάντη που έγραψε και ανέβασε στο χώρο της ένα τόσο όμορφο παραμύθι...

12 σχόλια:

Attalanti είπε...

Ποτέ μου δε φαντάστηκα ότι στο δικό σου μπλογκ θα φαινόταν με διαφορά καλύτερο :) Φαίνεται σα να είναι στο σπίτι του. Τελικά ανήκει εδώ.

Να είσαι καλά. Ευχαριστώ για τις λεξούλες και για το όνειρό τους.

diva είπε...

Πολύ ωραία έκφραση , πολύ ωραία περιγραφή κι απίστευτη αίσθηση. Μπράβο attalanti.

GhostHunter είπε...

Καταπληκτικό...
Δεν έχω λόγια...

Το ατάλαντη δεν καταλαβαίνω...
Έτσι είναι η ατάλαντες?
:)

Shades είπε...

Αταλάντη.. σ' ευχαριστώ και από δω!!!

Diva.. ;)

Ghost.. κάποτε το ίδιο ρώτησα κι εγώ.. το νικ δεν είναι Ατάλαντη.. Αταλάντη είναι!!!

Attalanti είπε...

Συγγνώμη για πριν, ήμουν (όπως πάντα) στον κόσμο μου. ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ότι το αφιερώνεις όπου και σε όποια θες και ότι χαίρομαι ακόμα περισσότερο γι' αυτό :)

Sigmataf είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Sigmataf είπε...

ΓΑΜΑΕΙ!














Έτσι απλά!

ο δείμος του πολίτη είπε...

Φοβερό κείμενο.

takis είπε...

Για άλλη μια φορά ένα υπέροχο κείμενο στο κόσμο των blogs..

Οταν εδώ και 7 μήνες μπήκα στα blogs ήξερα οτι θα βρώ ενδιαφέροντες ανθρώπους και ακόμα πιο ενδιαφέροντες σκέψεις (αυτό γιατί πάντα πίστευα οτι οι σημερινοί άνθρωποι κρύβουν πολλά μέσα τους..)..εχω επιβεβαιωθεί αρκετές φορές, αυτή είναι άλλη μία.
Χαιρετώ την Αταλάντη.

patsiouri είπε...

Συγχατηρήρια, ναί, γαμάει...

Shades είπε...

Attalanti.. σ’ ευχαριστώ!!!

Elafini.. ;)

Sigma.. όχι παιχταρά μου είναι πολύ τρυφερό κείμενο.. «κάνει έρωτα» να λες!!!

Δείμο.. την ίδια γνώμη έχουμε..

Τακη.. κατά καιρούς η Αταλάντη έχει γράψει διαμάντια.. ειδικά σε τέτοιου είδους κείμενα!!! Έχει μεγάλο ταλέντο.

Patsiouri.. χύμα όπως πάντα :)))

ο δείμος του πολίτη είπε...

Πάντως βλέπω ότι συνέχεια αλλάζει σαλονάκια. Τι έγινε σε εκπτώσεις τα βρήκατε ή ετοιμάζεστε για μετακόμιση;

σ.σ. Ας δούμε και μερικά χαΐρια του Υπουργείου Πολιτισμού.